- βαθύνοια
- η1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο Δούκα].
Dictionary of Greek. 2013.