βαθύνοια

βαθύνοια
η
1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια
2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο Δούκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… …   Dictionary of Greek

  • εμβρίθεια — η (AM ἐμβρίθεια) μσν. νεοελλ. σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητα αρχ. μσν. αυστηρότητα αρχ. αδρομερής διατύπωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”